σκιρτήσει

σκιρτήσει
σκίρτησις
bounding
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
σκιρτήσεϊ , σκίρτησις
bounding
fem dat sg (epic)
σκίρτησις
bounding
fem dat sg (attic ionic)
σκιρτάω
spring
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
σκιρτάω
spring
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
σκιρτάω
spring
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • σκιρτοποιώ — έω, Α κάνω κάτι να σκιρτήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”